Η αθηρωμάτωση ορίζεται ως η χρόνια φλεγμονή των αρτηριών, η οποία είναι αποτέλεσμα της επίδρασης κάποιου βλαπτικού παράγοντα και οδηγεί σε πάχυνση του τοιχώματος, προοδευτική στένωση του αυλού και τελικά δυσλειτουργία τους. Επομένως, η αθηρωμάτωση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος
Ευρήματα ενδεικτικά ότι η αθηρωματική διεργασία αρχίζει στην παιδική ηλικία είναι ήδη γνωστά από το 1915, σε μελέτες με αυτοψίες νεαρών ασθενών. Η αθηρωμάτωση αναφέρεται σαν παιδιατρικό πρόβλημα από το 1965.
Η αθηρωμάτωση των στεφανιαίων, μια νόσος τόσο παλιά όσο και το ανθρώπινο είδος, είναι αναμφίβολα η πλέον καλά τεκμηριωμένη παθολογία. Εχει την έναρξή της στην παιδική ηλικία και σε αυτό το στάδιο, οι λιπώδεις γραμμώσεις που αναπτύσσονται κατά κανόνα είναι αναστρέψιμες.
Οσον αφορά στην κλινικά έκδηλη αθηρωματική νόσο, πολλοί παράγοντες κινδύνου έχουν αναγνωριστεί. Αναφορές σε παιδιά και εφήβους υποστηρίζουν ότι η αθηρωμάτωση μπορεί να συσχετίζεται με κάποιους από τους παράγοντες κινδύνου που παρατηρούνται στους ενήλικες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η δυσλιπιδαιμία, η αντίσταση στην ινσουλίνη, η υπέρταση, η παχυσαρκία, το μεταβολικό σύνδρομο και η χρόνια φλεγμονή. Ακόμη, το θετικό οικογενειακό ιστορικό και η κληρονομικότητα είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για τα παιδιά. Η ταυτόχρονη επίδραση πολλών παραγόντων αυξάνει ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο.
Επομένως, η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου σε αυτή την περίοδο της ζωής είναι πολύ σημαντική δεδομένου ότι αυτοί μπορεί να έχουν εμφανή εμπλοκή στην εκδήλωση της νόσου αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Η αθηρωμάτωση αναφέρεται ως ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας καρδιαγγειακής νόσου (ΚΑΝ). Επομένως, πρέπει να αποτελεί στόχο κλειδί στα προγράμματα πρόληψης της νόσου. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου όπως είναι η δυσλιπιδαιμία, το αυξημένο βάρος, η υπέρταση, η υπερινσουλιναιμία, η αντίσταση στην
ινσουλίνη, η μειωμένη φυσική δραστηριότητα και η έκθεση σε καπνό.